ναυφύλαξ

ναυφύλαξ
ναυ-φύλαξ [pron. full] [ῠ], ,
A one who keeps watch on board ship, Ar.Fr.372.
II = ναοφύλαξ 1, IG42(1).402 (pl., Epid., ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ναυφύλαξ — ναυφύλαξ, ὁ (Α) 1. φρουρός ναού 2. φύλακας πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + φύλαξ. Σύνθετο σχηματισμένο απευθείας από το θ. τής ονομ.] …   Dictionary of Greek

  • ναυφυλάκια — ναυφυλάκια, τὰ (Α) [ναυφύλαξ] οι αμοιβές αυτών που φυλάγουν τα πλοία …   Dictionary of Greek

  • ναυφυλακώ — ναυφυλακῶ, έω (Μ) [ναυφύλαξ] είμαι φύλακας πλοίων …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”